- κλάδεμα
- Το σύνολο των δενδροκομικών εργασιών που πραγματοποιούνται στα ξυλώδη φυτά, με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξή τους ή η παραγωγή καρπών. Αντικείμενα του κ. μπορούν να είναι όλα τα μέρη του φυτού, όπως κλάδοι, κλαδίσκοι, φύλλα, ρίζες, καρποί, άνθη κλπ.
Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, διακρίνεται το κ. σχηματισμού, που γίνεται για τον έλεγχο της βλάστησης ενός φυτού, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, έτσι ώστε να αποκτήσει το επιθυμητό σχήμα, το κ. καρποφορίας και το κ. ανανέωσης, κατά το οποίο αφαιρούνται τα ασθενικά ή γερασμένα μέρη του φυτού. Γενικά, το κ. πραγματοποιείται είτε κατά τη διάρκεια του χειμερινού λήθαργου των δέντρων ή των θάμνων είτε κατά τη διάρκεια της ζωής τους (από την άνοιξη έως το φθινόπωρο).
Η επιλογή της εποχής αφήνεται στην κρίση του αρμόδιου γεωπόνου ή καλλιεργητή (οπωροκαλλιεργητή, αμπελοκαλλιεργητή κ.ά.), ο οποίος γνωρίζει ακριβώς τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται κατά το κ., ανάλογα με τα είδη των φυτών και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Το κ. γίνεται με ειδικά εργαλεία, όπως είναι η κλαδευτική ψαλίδα, το κλαδευτικό πριόνι ή το τσεκούρι. Η λείανση των τομών γίνεται με ειδικό κοφτερό μαχαιρίδιο. Για την κοπή κλαδιών που βρίσκονται ψηλά χρησιμοποιείται ειδική κλαδευτική ψαλίδα (κοινώς καρμανιόλα) πάνω σε κοντάρι, που λειτουργεί με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Σε άλλες περιπτώσεις, η ψαλίδα αυτή είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να κορφολογεί και συγχρόνως να συγκρατεί τους καρπούς και τα άνθη.
Ανοιξιάτικο κλάδεμα βερικοκιάς.
Το κλάδεμα στα ξυλώδη φυτά πραγματοποιείται με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξη ή η παραγωγή καρπών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και κλάδευμα, το (AM κλάδευμα) [κλαδεύω]νεοελλ.1. το μεθοδικό κόψιμο τμημάτων τών κλάδων ή τών βλαστών από δέντρα και θάμνους για να δοθεί ορισμένο σχήμα στην κόμη τού φυτού ή για να διευθετηθεί η βλάστησή του ώστε να ελεγχθεί η καρποφορία του2. μτφ. σφαγή, σφάξιμο, αποκεφαλισμόςαρχ.στον πληθ. τὰ κλαδεύματαφύλλα κομμένα από τα δέντρα.
Dictionary of Greek. 2013.